Σε μια ομάδα αν ρωτήσουμε και τους 12 παίκτες, που οφείλεται η νίκη ή η ήττα της ομάδας τους, θα ακούσουμε 3-4 διαφορετικές απαντήσεις ως «απόδοση αιτιών». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί.
Σε έναν εφηβικό αγώνα ποδοσφαίρου, μια πολύ έμπειρη ομάδα έπαιξε εναντίον μιας νεοσύστατης και λιγότερο έμπειρης τόσο προπονητικά όσο και αγωνιστικά ομάδας. Το αποτέλεσμα ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο και η περισσότερο έμπειρη ομάδα κέρδισε τους αντιπάλους με σχετικά μεγάλη διαφορά. Όταν ρωτήθηκαν οι παίκτες της ομάδας που έχασε για τα αίτια της ήττας δόθηκαν οι εξής διαφορετικές απαντήσεις:
«Ήταν κακή η διαιτησία»
«Το γήπεδο και οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν τα κατάλληλα»
«Ο καλός μας παίκτης ήταν τραυματισμένος και δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ομάδα»
«Ήμασταν σε κακή μέρα»
«Δεν ήμασταν καλοί»
«Παίξαμε καλά αλλά οι άλλοι ήταν καλύτεροι».
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αντίληψη μας για τα αίτια που επέφεραν το αποτέλεσμα σ’ έναν αγώνα επηρεάζουν σημαντικά τις πράξεις μας, τα συναισθήματα μας, τις ενέργειες, την αυτοπεποίθηση μας αλλά και τα κίνητρα μας για τον αγώνα και τον αθλητισμό γενικότερα.
Στο προηγούμενο παράδειγμα οι 3 πρώτες απαντήσεις ουσιαστικά μετέφεραν το «πρόβλημα» της ήττας σε εξωτερικούς, μη ρυθμιζόμενους από τους αθλητές παράγοντες. Τέτοιου είδους απαντήσεις έχουν τόσο θετικό όσο και αρνητικό αντίκτυπο.
Πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι έχουν το πλεονέκτημα ότι ασυνείδητα οι αθλητές/τριες προστατεύουν το «Εγώ» και τον αυτοσεβασμό τους. Επιπλέον εφόσον τα αίτια της ήττας είναι εξωτερικά υπάρχει η προσδοκία ότι η κατάσταση μπορεί να αλλάξει στον επόμενο αγώνα και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται νέο κίνητρο για την επόμενη προσπάθεια ξεπερνώντας την αποτυχία πιο εύκολα.
Από την άλλη μεριά, εάν αυτή η τακτική και τα ίδια αίτια αποδίδονται συνεχώς ως λόγοι της αποτυχίας, οι αθλητές/τριες δεν προσπαθούν να διορθωθούν από τα λάθη τους, δεν προσπαθούν για τη βελτίωση τους και τελικά δεν μαθαίνουν να αποδέχονται την ήττα και την ανωτερότητα των αντιπάλων. Πιθανό είναι να ψάχνουν πάντα μια δικαιολογία για το αποτέλεσμα.
Πολλές φορές αυτό που ένας αθλητής αποκαλεί τύχη κάποιος άλλος το αποκαλεί ικανότητα. Π.χ. ένας τενίστας που καταφέρνει σε τέσσερα συνεχόμενα game να ανατρέψει το εις βάρος του 40-0 αποτέλεσμα, για τον αντίπαλο του μπορεί να θεωρείται τυχερός ενώ ο ίδιος να θεωρεί τον εαυτό του ικανό και ανώτερο παίκτη.
Στην Αθλητική Ψυχολογία ο όρος «Εσωτερική εστία ελέγχου» αναφέρεται ως η ικανότητα του ατόμου να πιστεύει ότι έχει την προσωπική ευθύνη γι’ αυτά που του συμβαίνουν και ότι η συμπεριφορά του μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη σκέψη αποτελεί βασικό συστατικό για τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ενός αθλητή/τριας.
Οι διάφορες θεωρίες για την απόδοση αιτιών στον αθλητισμό που αναπτύχθηκαν στην αρχή είχαν μειονεκτήματα και κενά, μέχρις ότου να διαμορφωθεί η τελική θεωρία η οποία πρόσθεσε στην ήδη υπάρχουσα εστία ελέγχου ή αλλιώς εστία αιτιότητας και τον όρο δυνατότητα ελέγχου.
Οι έρευνες δείχνουν ότι η πιο σωστή προσέγγιση είναι να αποδίδω το αποτέλεσμα του αγώνα σε εσωτερικούς και ελέγξιμους παράγοντες (σταθερούς ή ασταθής).
Εσωτερικούς γιατί πρέπει να έχω την ευθύνη του αποτελέσματος. Η αναγνώριση ότι η επιτυχία μου ανήκει είναι προτιμότερη ψυχολογικά από το να αποδώσω την επιτυχία σε κάποιο εξωτερικό παράγοντα. Επώδυνο αλλά επίσης προτιμότερο είναι, να αποδέχομαι την ευθύνη ακόμη και αν αποτυγχάνω, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορώ να βελτιωθώ και να γίνω καλύτερος/η.
Ελέγξιμους και σταθερούς όταν πρόκειται για νικηφόρο αποτέλεσμα ώστε να πιστέψω ότι μπορώ να τους επαναλάβω και έχω ικανότητες και δεξιότητες οι οποίες την επόμενη φορά θα μου ξαναδώσουν τη νίκη.
Ελέγξιμους και ασταθείς όταν πρόκειται για ήττα, προκειμένου να πιστέψω ότι η αποτυχημένη μου εμφάνιση οφείλεται σε παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν από τη δική μου συμπεριφορά και βελτίωση και δεν είναι παγιωμένοι.
Το κλειδί είναι να αποδέχομαι την ευθύνη όταν φταίω και να πιστεύω ότι αυτό μπορεί να αλλάξει επειδή εγώ είμαι ικανός να μετατρέψω στον επόμενο αγώνα το αποτέλεσμα από αρνητικό σε θετικό. Οι αθλητές/τριες πρέπει να μάθουν να αποδέχονται την ευθύνη για την επίδοση τους αλλά όχι εις βάρος της αυτοπεποίθησης τους.
M.Sc. Ψυχολόγος – Αθλητική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτιδα Εθνικής Ομάδας Στίβου
Τηλ.: +306982892832
www.idealpsychology.gr
Miserandino, M. (1998). Attributional retraining as a method of improving athletic performance. Journal of Sport Behavior, 21,286-297
Orbach, I., Singer, R.N., & Murphey M. (1999). An attributional training program and achievement in sport. The Sort Psychologist, 13, 69-82.